Το καλοκαίρι έφυγε. Οι διακοπές για τους περισσότερους τελείωσαν.
Όσοι τυχεροί κατάφεραν να ξεφύγουν από τη ρουτίνα της καθημερινότητας
έστω και για λίγες ημέρες, κρατούν τις ευχάριστες (ελπίζουμε!)
αναμνήσεις συντροφιά για το χειμώνα που έρχεται. Πόσοι όμως γνωρίζουν
ότι ο σκύλος μας, εκτός από τις βόλτες στη παραλία και τα παιχνίδια
στην εξοχή, κινδυνεύει να κρατήσει από το καλοκαίρι και άλλα πράγματα,
όχι τόσο ευχάριστα; Δυστυχώς, με τον ήλιο και τη ζέστη που φέρνουν η
άνοιξη και το καλοκαίρι στη χώρα μας, δημιουργούνται και οι κατάλληλες
συνθήκες για να αναπτυχθούν και να πολλαπλασιαστούν πολλά μόνιμα ή
παροδικά εξωτερικά παράσιτα (εξωπαράσιτα) του σκύλου, τα οποία το
χειμώνα παρέμεναν σε «λήθαργο». Τα πιο συνηθισμένα είναι τα τσιμπούρια
(κρότωνες), οι ψύλλοι, οι σκνίπες και τα κουνούπια. Όλα αυτά τα
παράσιτα μπορούν, εκτός από το άμεσα ορατό πρόβλημα που δημιουργούν στο
σκύλο μας (δερματικά συνήθως προβλήματα λόγω του κνησμού που προκαλούν
τα νύγματά τους), να μεταδώσουν επικίνδυνα εσωτερικά παράσιτα. Τα
τελευταία προκαλούν σοβαρά νοσήματα που αν δε διαγνωσθούν έγκαιρα
μπορούν να αποβούν ακόμη και μοιραία για τον αγαπημένο μας φίλο. Τα
σημαντικότερα νοσήματα που προσβάλλουν τους σκύλους στη χώρα μας και
μεταδίδονται από τα εξωπαράσιτα είναι:
Η λεϊσμανίωση (καλα-αζάρ), προκαλείται από τη Leishmania infantum, που μεταδίδεται από σκύλο σε σκύλο μέσω μολυσμένων σκνιπών. Εκδηλώνεται μήνες (μέχρι και χρόνο) μετά τη μόλυνση και προκαλεί απώλεια βάρους, υπέρμετρη αύξηση του μήκους των νυχιών, δερματικές αλλοιώσεις («πιτυρίδα», έλκη-πληγές που δεν επουλώνονται εύκολα), κατάπτωση, ρινορραγία και ,σε προχωρημένα στάδια, νεφρική ή/και ηπατική ανεπάρκεια και τελικά το θάνατο του ζώου.
Η ερλιχίωση, προκαλείται από την Ehrlichia (συνήθως την Ehrlichia Canis), που μεταδίδεται από σκύλο σε σκύλο μέσω μολυσμένων τσιμπουριών. Εκδηλώνεται συνήθως μερικές εβδομάδες ή λίγους μήνες μετά τη μόλυνση (οξεία μορφή) με πυρετό, ανορεξία κι αιμορραγική διάθεση (αιμορραγίες από τραύματα ή και αυτόματες αιμορραγίες από τη μύτη, τα ούλα, με τα ούρα, παράταση της περιόδου στα θηλυκά σκυλιά κ.λ.π.). Στη πιο σοβαρή της μορφή (χρόνια μορφή), που εμφανίζεται συχνότερα στα μεγαλόσωμα σκυλιά, μήνες ή και χρόνια μετά την αρχική μόλυνση, προκαλεί καταστροφή του μυελού των οστών, απώλεια βάρους, ανορεξία, αιμορραγική διάθεση και είναι συχνά θανατηφόρο νόσημα.
Η διροφιλαρίωση («σκουλήκι της καρδιάς»), προκαλείται από τη Dirofilaria immitis, οι προνύμφες της οποίας μεταδίδονται από σκύλο σε σκύλο μέσω μολυσμένων κουνουπιών. Τα ενήλικα παράσιτα εγκαθίστανται στη καρδιά και τα μεγάλα αγγεία και προκαλούν συμπτώματα καρδιακής νόσου όπως βήχα, απώλεια βάρους, εύκολη κόπωση, δύσπνοια, ασκίτη (συγκέντρωση υγρού στη κοιλιακή χώρα). Και η διροφιλαρίωση, όταν φτάσει σε προχωρημένο στάδιο, καταλήγει στο θάνατο του ζώου. Εξ αιτίας του τρόπου μετάδοσής τους, εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί οι θερμοί μήνες του χρόνου (σε γενικές γραμμές από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, ανάλογα με το έτος) θεωρούνται οι επικίνδυνοι για πιθανή μόλυνση του σκύλου μας. Γι αυτό και μετά το τέλος αυτής της περιόδου, όταν πέφτει η θερμοκρασία του περιβάλλοντος, έχει πλέον καθιερωθεί από τους περισσότερους συναδέλφους ο προληπτικός αιματολογικός έλεγχος των σκύλων. Έτσι, αν ο σκύλος σας έχει μολυνθεί από κάποιο παράσιτο (ή, χειρότερα, κάποια παράσιτα!) από τα παραπάνω στη διάρκεια του καλοκαιριού που προηγήθηκε, αυτό θα διαπιστωθεί έγκαιρα, συχνά πριν καν το ζώο εμφανίσει συμπτώματα. Τότε οι πιθανότητες ίασης ή τουλάχιστον αποτελεσματικού ελέγχου του νοσήματος με τη κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή θα είναι πολύ περισσότερες από ότι αν περιμένουμε ο σκύλος να εμφανίσει συμπτώματα. Ενδεχομένως στη τελευταία περίπτωση οι βλάβες στον οργανισμό του ζώου να είναι μη αναστρέψιμες και να είναι δύσκολο ή και αδύνατο να τον βοηθήσουμε. Η διαδικασία είναι απλή.
Ο κτηνίατρος θα πάρει ένα δείγμα αίματος από τις φλέβες των άκρων ή του λαιμού του σκύλου, ανάλογα με το μέγεθός του. Στη συνέχεια θα κάνει τις απαραίτητες εξετάσεις στο ιατρείο ή θα στείλει το δείγμα σε εξειδικευμένο εργαστήριο, ανάλογα με τον εξοπλισμό του ιατρείου αλλά και τις ανάγκες του ζώου. Ένας καλός αιματολογικός έλεγχος για έναν υγιή νεαρό σκύλο περιλαμβάνει μία γενική εξέταση αίματος, την ειδική εξέταση για τη λεϊσμανίωση καθώς και τρεις βιοχημικές παραμέτρους του αίματος (ολικές πρωτεϊνες, αλβουμίνες, σφαιρίνες). Με αυτές τις εξετάσεις μπορούμε να έχουμε μια γενική άποψη για την κατάσταση του οργανισμού. Αν από αυτές τις εξετάσεις ή από την κλινική εξέταση του ζώου υπάρχει κάποιο ύποπτο εύρημα, ο γιατρός σας θα σας προτείνει σε ποιές άλλες εξετάσεις θα πρέπει να προχωρήσετε. Δε θα ήταν άσκοπο να γίνει ειδική εξέταση και για την ερλιχίωση εξ αρχής, μαζί με αυτές που προαναφέρθηκαν. Ιδίως όμως αν υπάρχουν διαταραχές στη γενική αίματος του σκύλου (αναιμία, χαμηλά αιμοπετάλια, χαμηλά ή υψηλά λευκά αιμοσφαίρια) ή αν βρήκατε κάποια στιγμή τσιμπούρια πάνω στο σκύλο σας, τότε αυτός οπωσδήποτε θα πρέπει να ελεγχθεί και για την ερλιχίωση. Στη νότια και κεντρική Ελλάδα δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τη προσβολή των σκύλων από διροφιλαρίωση. Δε συναντάται συχνά και τις περισσότερες φορές, όταν γίνεται διάγνωση, πρόκειται για ζώα που βρέθηκαν κάποια στιγμή στη βόρεια Ελλάδα ή για κυνηγόσκυλα που ταξιδεύουν συχνά για να κυνηγήσουν σε περιοχές που υπάρχει πρόβλημα με το νόσημα.
Γι αυτό συνήθως από τη κεντρική Ελλάδα και νοτιότερα η εξέταση για τη διροφιλαρίωση γίνεται όταν υπάρχουν υποψίες από την εικόνα του ζώου και όχι σε εξετάσεις ρουτίνας (εκτός από τις ομάδες υψηλού κινδύνου που προαναφέραμε). Αντίθετα, στη βόρεια Ελλάδα η εξέταση αυτή πρέπει να γίνεται σε προληπτική βάση, ιδίως σε ζώα που δεν λαμβάνουν τακτικά προληπτική φαρμακευτική αγωγή. Για τους σκύλους μεγαλύτερης ηλικίας (πάνω από 7-10 ετών, ανάλογα με το μέγεθος του σκύλου), καλό θα είναι, εκτός από τα παραπάνω, στα πλαίσια της προληπτικής εξέτασης να ελέγχονται και τα ζωτικά του όργανα (νεφροί, ήπαρ, σάκχαρο κ.λ.π.). Αρχόμενες βλάβες λόγω ηλικίας ή άλλων αιτιών σε εσωτερικά όργανα μπορούν να διορθωθούν ή να καθυστερήσουμε την εξέλιξή τους με ειδική διατροφή ή/και φαρμακευτική αγωγή, επιμηκύνοντας τη ζωή του ζώου και βελτιώνοντας τη ποιότητά της. Τα παραπάνω ισχύουν ακόμη κι αν χρησιμοποιείτε τα αντιπαρασιτικά σκευάσματα που κυκλοφορούν στο εμπόριο (και για τα οποία θα πρέπει να ζητήσετε τη συμβουλή του κτηνιάτρου, διότι αυτός είναι ο αρμόδιος να σας προτείνει το κατάλληλο φάρμακο, τη δοσολογία, καθώς και τον τρόπο, τη διάρκεια και τη συχνότητα χορήγησης). Επίσης τα ίδια ισχύουν άσχετα με το αν ο σκύλος κατοικεί σε πόλη ή στην επαρχία, αν μένει σε κήπο ή σε διαμέρισμα, αν μένετε στο ισόγειο ή στο ρετιρέ, αν ο σκύλος δε βγαίνει ποτέ στο δρόμο με λουρί αλλά τον κρατάτε διαρκώς στην αγκαλιά σας (τα τσιμπούρια ενδεχομένως να τα αποφύγετε, οι σκνίπες όμως και τα κουνούπια δε περιορίζονται από το ύψος του ορόφου ή τους τοίχους του σπιτιού σας. Μειώνονται μόνο οι πιθανότητες μόλυνσης, δεν εξαλείφονται). Δυστυχώς, αν και η κτηνιατρική επιστήμη εξελίσσεται διαρκώς και τα φάρμακα που έχουμε στη διάθεσή μας συνεχώς βελτιώνονται, δε μπορούμε να αποκλείσουμε τη πιθανότητα μόλυνσης ενός σκύλου από τα παραπάνω νοσήματα, ακόμη κι αν τηρήσετε με ευλάβεια όλες τις οδηγίες του κτηνιάτρου για τη προστασία από τα εξωπαράσιτα. Πλήρη προστασία θα μπορούμε να παρέχουμε στο σκύλο μας όταν παρασκευαστούν εμβόλια για τις παραπάνω ασθένειες. Μέχρι τότε, τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα σε συνδυασμό με ένα τουλάχιστον προληπτικό έλεγχο κάθε χρόνο τέτοια εποχή είναι ό,τι καλύτερο μπορείτε να κάνετε για τον αγαπημένο σας φίλο.
Αλεξάνδρα-Νίκη Δέρβα
Η λεϊσμανίωση (καλα-αζάρ), προκαλείται από τη Leishmania infantum, που μεταδίδεται από σκύλο σε σκύλο μέσω μολυσμένων σκνιπών. Εκδηλώνεται μήνες (μέχρι και χρόνο) μετά τη μόλυνση και προκαλεί απώλεια βάρους, υπέρμετρη αύξηση του μήκους των νυχιών, δερματικές αλλοιώσεις («πιτυρίδα», έλκη-πληγές που δεν επουλώνονται εύκολα), κατάπτωση, ρινορραγία και ,σε προχωρημένα στάδια, νεφρική ή/και ηπατική ανεπάρκεια και τελικά το θάνατο του ζώου.
Η ερλιχίωση, προκαλείται από την Ehrlichia (συνήθως την Ehrlichia Canis), που μεταδίδεται από σκύλο σε σκύλο μέσω μολυσμένων τσιμπουριών. Εκδηλώνεται συνήθως μερικές εβδομάδες ή λίγους μήνες μετά τη μόλυνση (οξεία μορφή) με πυρετό, ανορεξία κι αιμορραγική διάθεση (αιμορραγίες από τραύματα ή και αυτόματες αιμορραγίες από τη μύτη, τα ούλα, με τα ούρα, παράταση της περιόδου στα θηλυκά σκυλιά κ.λ.π.). Στη πιο σοβαρή της μορφή (χρόνια μορφή), που εμφανίζεται συχνότερα στα μεγαλόσωμα σκυλιά, μήνες ή και χρόνια μετά την αρχική μόλυνση, προκαλεί καταστροφή του μυελού των οστών, απώλεια βάρους, ανορεξία, αιμορραγική διάθεση και είναι συχνά θανατηφόρο νόσημα.
Η διροφιλαρίωση («σκουλήκι της καρδιάς»), προκαλείται από τη Dirofilaria immitis, οι προνύμφες της οποίας μεταδίδονται από σκύλο σε σκύλο μέσω μολυσμένων κουνουπιών. Τα ενήλικα παράσιτα εγκαθίστανται στη καρδιά και τα μεγάλα αγγεία και προκαλούν συμπτώματα καρδιακής νόσου όπως βήχα, απώλεια βάρους, εύκολη κόπωση, δύσπνοια, ασκίτη (συγκέντρωση υγρού στη κοιλιακή χώρα). Και η διροφιλαρίωση, όταν φτάσει σε προχωρημένο στάδιο, καταλήγει στο θάνατο του ζώου. Εξ αιτίας του τρόπου μετάδοσής τους, εύκολα καταλαβαίνει κανείς γιατί οι θερμοί μήνες του χρόνου (σε γενικές γραμμές από τον Απρίλιο μέχρι το Σεπτέμβριο-Οκτώβριο, ανάλογα με το έτος) θεωρούνται οι επικίνδυνοι για πιθανή μόλυνση του σκύλου μας. Γι αυτό και μετά το τέλος αυτής της περιόδου, όταν πέφτει η θερμοκρασία του περιβάλλοντος, έχει πλέον καθιερωθεί από τους περισσότερους συναδέλφους ο προληπτικός αιματολογικός έλεγχος των σκύλων. Έτσι, αν ο σκύλος σας έχει μολυνθεί από κάποιο παράσιτο (ή, χειρότερα, κάποια παράσιτα!) από τα παραπάνω στη διάρκεια του καλοκαιριού που προηγήθηκε, αυτό θα διαπιστωθεί έγκαιρα, συχνά πριν καν το ζώο εμφανίσει συμπτώματα. Τότε οι πιθανότητες ίασης ή τουλάχιστον αποτελεσματικού ελέγχου του νοσήματος με τη κατάλληλη φαρμακευτική αγωγή θα είναι πολύ περισσότερες από ότι αν περιμένουμε ο σκύλος να εμφανίσει συμπτώματα. Ενδεχομένως στη τελευταία περίπτωση οι βλάβες στον οργανισμό του ζώου να είναι μη αναστρέψιμες και να είναι δύσκολο ή και αδύνατο να τον βοηθήσουμε. Η διαδικασία είναι απλή.
Ο κτηνίατρος θα πάρει ένα δείγμα αίματος από τις φλέβες των άκρων ή του λαιμού του σκύλου, ανάλογα με το μέγεθός του. Στη συνέχεια θα κάνει τις απαραίτητες εξετάσεις στο ιατρείο ή θα στείλει το δείγμα σε εξειδικευμένο εργαστήριο, ανάλογα με τον εξοπλισμό του ιατρείου αλλά και τις ανάγκες του ζώου. Ένας καλός αιματολογικός έλεγχος για έναν υγιή νεαρό σκύλο περιλαμβάνει μία γενική εξέταση αίματος, την ειδική εξέταση για τη λεϊσμανίωση καθώς και τρεις βιοχημικές παραμέτρους του αίματος (ολικές πρωτεϊνες, αλβουμίνες, σφαιρίνες). Με αυτές τις εξετάσεις μπορούμε να έχουμε μια γενική άποψη για την κατάσταση του οργανισμού. Αν από αυτές τις εξετάσεις ή από την κλινική εξέταση του ζώου υπάρχει κάποιο ύποπτο εύρημα, ο γιατρός σας θα σας προτείνει σε ποιές άλλες εξετάσεις θα πρέπει να προχωρήσετε. Δε θα ήταν άσκοπο να γίνει ειδική εξέταση και για την ερλιχίωση εξ αρχής, μαζί με αυτές που προαναφέρθηκαν. Ιδίως όμως αν υπάρχουν διαταραχές στη γενική αίματος του σκύλου (αναιμία, χαμηλά αιμοπετάλια, χαμηλά ή υψηλά λευκά αιμοσφαίρια) ή αν βρήκατε κάποια στιγμή τσιμπούρια πάνω στο σκύλο σας, τότε αυτός οπωσδήποτε θα πρέπει να ελεγχθεί και για την ερλιχίωση. Στη νότια και κεντρική Ελλάδα δεν υπάρχει μεγάλο πρόβλημα με τη προσβολή των σκύλων από διροφιλαρίωση. Δε συναντάται συχνά και τις περισσότερες φορές, όταν γίνεται διάγνωση, πρόκειται για ζώα που βρέθηκαν κάποια στιγμή στη βόρεια Ελλάδα ή για κυνηγόσκυλα που ταξιδεύουν συχνά για να κυνηγήσουν σε περιοχές που υπάρχει πρόβλημα με το νόσημα.
Γι αυτό συνήθως από τη κεντρική Ελλάδα και νοτιότερα η εξέταση για τη διροφιλαρίωση γίνεται όταν υπάρχουν υποψίες από την εικόνα του ζώου και όχι σε εξετάσεις ρουτίνας (εκτός από τις ομάδες υψηλού κινδύνου που προαναφέραμε). Αντίθετα, στη βόρεια Ελλάδα η εξέταση αυτή πρέπει να γίνεται σε προληπτική βάση, ιδίως σε ζώα που δεν λαμβάνουν τακτικά προληπτική φαρμακευτική αγωγή. Για τους σκύλους μεγαλύτερης ηλικίας (πάνω από 7-10 ετών, ανάλογα με το μέγεθος του σκύλου), καλό θα είναι, εκτός από τα παραπάνω, στα πλαίσια της προληπτικής εξέτασης να ελέγχονται και τα ζωτικά του όργανα (νεφροί, ήπαρ, σάκχαρο κ.λ.π.). Αρχόμενες βλάβες λόγω ηλικίας ή άλλων αιτιών σε εσωτερικά όργανα μπορούν να διορθωθούν ή να καθυστερήσουμε την εξέλιξή τους με ειδική διατροφή ή/και φαρμακευτική αγωγή, επιμηκύνοντας τη ζωή του ζώου και βελτιώνοντας τη ποιότητά της. Τα παραπάνω ισχύουν ακόμη κι αν χρησιμοποιείτε τα αντιπαρασιτικά σκευάσματα που κυκλοφορούν στο εμπόριο (και για τα οποία θα πρέπει να ζητήσετε τη συμβουλή του κτηνιάτρου, διότι αυτός είναι ο αρμόδιος να σας προτείνει το κατάλληλο φάρμακο, τη δοσολογία, καθώς και τον τρόπο, τη διάρκεια και τη συχνότητα χορήγησης). Επίσης τα ίδια ισχύουν άσχετα με το αν ο σκύλος κατοικεί σε πόλη ή στην επαρχία, αν μένει σε κήπο ή σε διαμέρισμα, αν μένετε στο ισόγειο ή στο ρετιρέ, αν ο σκύλος δε βγαίνει ποτέ στο δρόμο με λουρί αλλά τον κρατάτε διαρκώς στην αγκαλιά σας (τα τσιμπούρια ενδεχομένως να τα αποφύγετε, οι σκνίπες όμως και τα κουνούπια δε περιορίζονται από το ύψος του ορόφου ή τους τοίχους του σπιτιού σας. Μειώνονται μόνο οι πιθανότητες μόλυνσης, δεν εξαλείφονται). Δυστυχώς, αν και η κτηνιατρική επιστήμη εξελίσσεται διαρκώς και τα φάρμακα που έχουμε στη διάθεσή μας συνεχώς βελτιώνονται, δε μπορούμε να αποκλείσουμε τη πιθανότητα μόλυνσης ενός σκύλου από τα παραπάνω νοσήματα, ακόμη κι αν τηρήσετε με ευλάβεια όλες τις οδηγίες του κτηνιάτρου για τη προστασία από τα εξωπαράσιτα. Πλήρη προστασία θα μπορούμε να παρέχουμε στο σκύλο μας όταν παρασκευαστούν εμβόλια για τις παραπάνω ασθένειες. Μέχρι τότε, τα κατάλληλα προληπτικά μέτρα σε συνδυασμό με ένα τουλάχιστον προληπτικό έλεγχο κάθε χρόνο τέτοια εποχή είναι ό,τι καλύτερο μπορείτε να κάνετε για τον αγαπημένο σας φίλο.
Αλεξάνδρα-Νίκη Δέρβα